τρῶ

τρῶ
τρέω
flee from fear
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
τρέω
flee from fear
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρώξιος — τρώ̱ξιος , τρῶξις gnawing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώξει — τρώγω gnaw aor subj act 3rd sg (epic) τρώγω gnaw fut ind mid 2nd sg τρώ̱ξει , τρῶξις gnawing fem nom/voc/acc dual (attic epic) τρώ̱ξεϊ , τρῶξις gnawing fem dat sg (epic) τρώ̱ξει , τρῶξις gnawing fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχέτρωσις — ἐχέτρωσις, ἡ (Α) το φυτό βρυωνία η κρητική. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + τρωσις (πιθ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω) …   Dictionary of Greek

  • τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… …   Dictionary of Greek

  • τρωτήριον — τὸ, Μ όργανο που μπορεί να προκαλέσει τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω + κατάλ. τήριον* (πρβλ. βασανισ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • τρωτός — ή, ό / τρωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που είναι δυνατόν να τραυματιστεί νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ευπαθής, αδύναμος 2. το ουδ. ως ουσ. το τρωτό ελάττωμα, ψεγάδι 3. φρ. «τρωτό σημείο» το αδύνατο σημείο, η αχίλλειος πτέρνα αρχ. πληγωμένος, τραυματίας.… …   Dictionary of Greek

  • τρώμα — (I) ἡ, Α 1. (δωρ. τ. τής λ. τραῡμα) πληγή 2. φρ. «τρώμα ἕλκεος» πληγή διαβρωτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω* + κατάλ. μᾱ/ μη (πρβλ. τόλ μη/ μᾱ)]. (II) ώματος, τὸ, Α ιων. τ. βλ. τραύμα …   Dictionary of Greek

  • τρώση — η / τρῶσις, ώσεως, ΝΑ τραυματισμός αρχ. (σχετικά με δέντρο) πληγή από χτύπημα ή άλλη αιτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω + κατάλ. σις (πρβλ. βρῶ σις)] …   Dictionary of Greek

  • τρωσμός — και τιτρωσμός, ὁ, Α πρόωρη γέννηση, αποβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω* + κατάλ. σμός (πρβλ. θρω σμός: θρῴσκω). Το σ τού τύπου οφείλεται πιθ. σε επίδραση τού ενεστ.] …   Dictionary of Greek

  • τρώξεις — τρώγω gnaw aor subj act 2nd sg (epic) τρώ̱ξεις , τρῶξις gnawing fem nom/voc pl (attic epic) τρώ̱ξεις , τρῶξις gnawing fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”